- νοσσάς
- (-άδος), νοσσίδα [-ίς (-ίδος)] η молодка, молодая курица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοσσάς — νοσσάς, ἡ (Α) νοσσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσσός (τ. τού νεοσσός*, με υφαίρεση) + κατάλ. άς (πρβλ. νευρ άς)] … Dictionary of Greek